Normal view MARC view
  • ιδιωτισμοί

ιδιωτισμοί (Topical Subject)

Preferred form: ιδιωτισμοί
Used for/see from:
  • ιδιωματισμοί
Other forms:
  • English: idioms

Στερεότυπη έκφραση με ιδιαίτερη σημασία· γλωσσική σύναψη που αποτελεί ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης γλώσσας ή διαλέκτου και δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως το άθροισμα των γνωστών εννοιών των λέξεων που την αποτελούν, με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον». (Πύλη για την ελληνική γλώσσα) Ιδιωματισμοί ή ορθότερα ιδιωτισμοί είναι οι λεξιλογικές φράσεις της γλώσσας που αποτελούν ιδιαίτερες εκφράσεις με μεταφορική συνήθως σημασία, π.χ. πέφτω από τον ουρανό, ρίχνω πέτρα πίσω μου, κλπ. Θα πρέπει να διακρίνονται από τους ιδιωματισμούς οι οποίοι είναι διαλεκτικά στοιχεία που συνηθίζονται στις διάφορες διαλέκτους ή ιδιώματα μιας γλώσσας, π.χ. πιδί (= παιδί), με δίνει (=μου δίνει) κλπ. (ΕΒΕ)

Powered by Koha