Normal view MARC view
  • καθομιλουμένη γλώσσα

καθομιλουμένη γλώσσα (Topical Subject)

Preferred form: καθομιλουμένη γλώσσα
Used for/see from:
  • αργκώ
Other forms:
  • English: vernacular language
  • English: colloquial language

Powered by Koha